τριτεγγυητής

τριτεγγυητής
ο, Ν
(νομ.) αυτός που παρέχει την τριτεγγύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριτεγγυητής — ο θηλ. τρια αυτός που δίνει τριτεγγύηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”